Η πρώτη του Μάρτη ξημέρωσε ως ημέρα τραγωδίας και εθνικού πένθους. Η είδηση μας πάγωσε όλους και στη συνέχεια μας θύμωσε. Η Ελλάδα θρηνεί τα παιδιά της.
Ως άνθρωπος και ως πατέρας λυγίζω μπροστά στο αδιανόητο. Γιατί για μένα είναι αδιανόητο στην Ελλάδα του 2023 να θρηνούμε τα παιδιά μας, επειδή δύο τρένα συγκρούστηκαν μετωπικά. Είναι αδιανόητο, η ζωή των παιδιών μας που επιβιβάζονται στα τρένα να εξαρτάται από έναν σταθμάρχη, που ρυθμίζει την κυκλοφορία, χωρίς να υπάρχει ηλεκτρονικό δίκτυο παρακολούθησης των ταξιδιών και πρόβλεψη του ανθρώπινου λάθους. Εγώ προσωπικά δεν το γνώριζα, δεν μπορούσα να το φανταστώ.
Αισθάνομαι την ανάγκη να εκφράσω τη βαθύτατη θλίψη μου και τη συμπαράστασή μου στις οικογένειες των θυμάτων, αντιλαμβανόμενος ότι δεν υπάρχουν λόγια παρηγοριάς να απαλύνουν τον αβάσταχτο πόνο τους. Όσο για τους τραυματίες, εύχομαι να γίνουν γρήγορα καλά και να επιστρέψουν στις οικογένειές τους, που αγωνιούν.
Είναι αυτονόητο ότι είναι υποχρέωση της Πολιτείας να διερευνηθούν εις βάθος τα αίτια της τραγωδίας και να αποδοθούν οι ευθύνες, όπου κι αν αυτές αναλογούν. Γιατί εκτός από το «ποτέ ξανά» του Πρωθυπουργού και την ανάληψη της ευθύνης από τον Καραμανλή με την παραίτησή του, που ορθώς παραιτήθηκε, καθώς λίγες μέρες πριν στη Βουλή εγγυόταν την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, πρέπει να αποδοθούν οι ευθύνες σε όσους αγνόησαν τις προειδοποιήσεις, γιατί οι προειδοποιήσεις υπήρξαν και μάλιστα κατά τρόπο ηχηρό, αλλά αγνοήθηκαν. Προειδοποιήσεις για κακοδιαχείριση συμβάσεων, για την ασφάλεια των γραμμών, παραιτήσεις, απεργίες, που κρίθηκαν παράνομες και καταχρηστικές, προειδοποιήσεις από τους συνδικαλιστές και μάλιστα τρεις εβδομάδες πριν την τραγωδία για τις επικίνδυνες συνθήκες και τα κενά ασφάλειας.
Το αρχικό διάγγελμα-ντροπή του Πρωθυπουργού περί «τραγικού ανθρώπινου λάθους» αποτελεί ασέβεια στην μνήμη των θυμάτων. Η ανασκευή του, υπό το βάρος της διογκούμενης οργής του κόσμου, δεν μπορεί να ελαφρύνει την αντικειμενική του ευθύνη για την ανεπάρκεια, την ανικανότητα και την αδιαφορία των επιτελικού κράτους, στο οποίο προΐσταται ο ίδιος.
Επειδή η διαχρονικότητα των ευθυνών καλό είναι να λέγεται αλλά θα πρέπει και να υποστηρίζεται με επιχειρήματα, ας αναφερθούμε επιγραμματικά στο τι προηγήθηκε τα τελευταία χρόνια.
Το 2014 υπογράφηκε η Σύμβαση 717/2014 για το έργο «Ανάταξη και Αναβάθμιση του Συστήματος Σηματοδότησης-Τηλεδιοίκησης Αθήνα –Θεσσαλονίκη».
Από το 2016 είχε διαπιστωθεί η ανάγκη Συμπληρωματικής Σύμβασης, ετοιμάστηκε το 2018, αλλά δεν υπογράφηκε, κάτι που έγινε τελικά στις αρχές του 2021. Ακόμα, όμως, το έργο, δεν έχει ολοκληρωθεί.
Προκύπτουν σοβαρά ερωτηματικά για τις μεγάλες ευθύνες που υπάρχουν και αφορούν στην Κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά και τις ευθύνες που αφορούν στην προηγούμενη Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Για ολιγωρίες και καθυστερήσεις στα έργα, αλλά και για τις ελλείψεις προσωπικού.
Προκύπτουν ερωτήματα για το ποιος διόρισε έναν άπειρο σταθμάρχη 60χρονών σε καίριο και κομβικό σημείο, αλλά και ποιο σύστημα θα εγκαινίαζε ο Πρωθυπουργός λίγες ημέρες μετά την τραγωδία. Αλλά και πρέπει να απαντήσουν γιατί δεν έλαβαν υπόψη τις προειδοποιητικές επιστολές και εγγυόνταν την ασφάλεια του σιδηροδρόμου.
Για όλα αυτά, θα πρέπει να λογοδοτήσει η Κυβέρνηση και ταυτόχρονα να κάνει πράξη το «ποτέ ξανά» του Πρωθυπουργού, σεβόμενη πρωτίστως τη μνήμη των νέων μας, που χάθηκαν τόσο άδικα.
Η ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής δεν μπορεί παρά να αποτελεί την ύψιστη προτεραιότητα σε όλους τους τομείς των μεταφορών.
Κωνσταντίνος Κουτρούπας
(φωτογραφία από τη διαμαρτυρία κατοίκων στο Σιδηροδρομικό Σταθμό Νέων Πόρων)