Για ακόμα μία φορά, οι Έλληνες φορολογούμενοι καλούνται να πληρώσουν την αποτυχία της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Μετά τη συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποφασίστηκε μία ακόμα αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, λόγω των πιέσεων σε σχέση με τον υποκείμενο πληθωρισμό. Πρόκειται για την έκτη κατά σειρά, αύξηση των επιτοκίων από την Ε.Κ.Τ από τον Ιούλιο του 2022.
Όλο αυτό, έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο νοικοκυριά και επιχειρήσεις, καθώς οι δανειολήπτες βλέπουν τις δόσεις τους να εκτινάσσονται και αδυνατούν να ανταποκριθούν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις.
Χαρακτηριστικά, η συνολική επιβάρυνσή τους σε ετήσια βάση μπορεί να φτάσει ακόμη και τις τέσσερις ή και πέντε επιπλέον δόσεις, ανάλογα με τη διάρκεια του δανείου, τη στιγμή μάλιστα που όπως προκύπτει από στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), το μέσο επιτόκιο για ένα στεγαστικό δάνειο κυμαινόταν τον περασμένο Δεκέμβριο στο 3,61% (+spread), με την Ελλάδα να καταλαμβάνει την 5η θέση στην Ευρώπη με το υψηλότερο κόστος δανεισμού για τα νοικοκυριά.
Η Κυβέρνηση όλο αυτό το διάστημα αδρανεί και αρνείται να λάβει ουσιαστικά μέτρα στήριξης, όπως έπραξαν άλλες χώρες.
Για παράδειγμα, η Σοσιαλιστική Κυβέρνηση της Ισπανίας από την πρώτη στιγμή πέτυχε μία σημαντική συμφωνία με τις τράπεζες, η οποία περιλαμβάνει μία δέσμη μέτρων για την ανακούφιση των μεσαίων και ευάλωτων νοικοκυριών, καθώς και τη φορολόγηση των τραπεζικών υπερκερδών από τη ραγδαία αύξηση των επιτοκίων.
Αντίστοιχα, με τα μέτρα που έλαβε η Κυβέρνηση της ΝΔ, στη χώρα μας, μόλις 840 πολίτες, μέχρι στιγμής, θα επιδοτηθούν για την αυξημένη δόση, ενώ οι υπόλοιποι θα περιέλθουν προφανώς σε οικονομικό αδιέξοδο, προσπαθώντας να πληρώσουν την ολοένα και αυξανόμενη δόση.
Το οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης οφείλει, έστω και καθυστερημένα, να υιοθετήσει τα μέτρα, που έχουμε προτείνει από καιρό εμείς στο ΠΑΣΟΚ-αντίστοιχα με αυτά της Ισπανίας- και να επιβάλλει έκτακτη φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών και να νομοθετήσει τη στοχευμένη επιδότηση επιτοκίου στεγαστικών δάνειων ευάλωτων νοικοκυριών για όσο διαρκούν οι επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ.